Η ΚΣΕ εκπροσωπεί 200.000 περίπου κυνηγούς που είναι οργανωμένοι σε 253 Κυνηγετικούς Συλλόγους και 7 Κυνηγετικές Ομοσπονδίες. Η ακριβής δομή τους απεικονίζεται στο οργανόγραμμα και το χάρτη των κυνηγετικών περιφερειών.
Τα καταστατικά των Κυνηγετικών Οργανώσεων αν και συντάχθηκαν αρκετά χρόνια πριν παραμένουν διαχρονικά και επίκαιρα θέτοντας στόχους και υποχρεώσεις στις κυνηγετικές οργανώσεις που ακόμα και σήμερα πολλοί από τους λεγόμενους προστάτες της φύσης θα ζήλευαν.
Η έγκριση των καταστατικών αυτών από το αρμόδιο Υπουργείο αποτελεί την έναρξη της επίσημης και νομικά κατοχυρωμένης αναγνώρισης του θεσμικού ρόλου των κυνηγετικών οργανώσεων, ως συνεργάτες του αρμόδιου Υπουργείου σε θέματα θήρας.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Κ.Σ.Ε απαρτίζεται από 12 μέλη, εκ των οποίων τα 7 είναι οι πρόεδροι των 7 Κυνηγετικών Ομοσπονδιών της χώρας, και τα 5 είναι: ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος, ο Γενικός Γραμματέας, ο Ταμίας και ο Σύμβουλος, οι οποίοι εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση και η θητεία τους είναι διετής
Μέλη Δ.Σ.
Βιογραφικό Προέδρου ΚΣΕ
Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας (ΚΣΕ) είναι το ανώτατο όργανο των Κυνηγετικών Οργανώσεων της χώρας, αναγνωρισμένο και συνεργαζόμενο με το Υπουργείο Ενέργειας Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής και εδρεύει στην Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1969, εκπροσωπεί περίπου 200.000 κυνηγούς και έχει ως βασικό στόχο την προστασία του περιβάλλοντος.
Η ΚΣΕ έχοντας από το νόμο αναγνωρισμένο θεσμικό ρόλο και παρακολουθώντας τις εξελίξεις τις σχετικές με το περιβάλλον και το κυνήγι σε εθνικό και διεθνές επίπεδο (νομικό πλαίσιο, ευρωπαϊκό δίκαιο, επιστημονικές μελέτες, παρακολούθηση πληθυσμών των θηρευσίμων και μη ειδών, κλπ) διαμορφώνει τη θηραματική πολιτική την οποία εισηγείται κάθε χρόνο προς την πολιτεία, όπως και τα σχετικά με αυτή μέτρα.
Η ΚΣΕ ως Οργάνωση της οποίας κύριος στόχος είναι η βελτίωση και προστασία του περιβάλλοντος, υλοποιεί συγκεκριμένες δράσεις με αποδέκτη το φυσικό περιβάλλον της χώρας για τη διατήρηση της άγριας ζωής, την προστασία της φύσης, τη δημιουργία και ανάπλαση των βιοτόπων προς όφελος της βιοποικιλότητας και εντάσσει την κυνηγετική δραστηριότητα στις απαιτήσεις της αειφορικής χρήσης των φυσικών πόρων, σε αντίθεση με άλλες «περιβαλλοντικές» οργανώσεις των οποίων κύριο έργο αποτελεί η δημιουργία βιομηχανίας μελετών η οποία, εξασφαλίζει νομίμως, πόρους πολλών ευρώ, χωρίς άμεσες δράσεις για τη βελτίωση του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας.