Η διαχείριση των περισσοτέρων οικοσυστημάτων του πλανήτη από τις αρχές του 20ου αιώνα, περιλαμβάνει στατιστικές αναλύσεις σε δεδομένα κυνηγετικής κάρπωσης, με σκοπό τη μελέτη και την καταγραφή των θηραματικών πληθυσμών. Μεταξύ άλλων, και ανάλογα με την κάθε περίπτωση ασφαλώς, τα πιο σημαντικά αποτελέσματα αυτών των αναλύσεων μπορούν να παράγουν: δείκτες πυκνότητας (density) (Grotan et al. 2005, Mysterud & Ostbye 2006, Imperio et al. 2010), δείκτες αφθονίας (abundance) (Cattadori et al. 2003), όπως επίσης δείκτες δυναμικής και τάσεων πληθυσμών (population dynamics, trends & demographic rates) (Willebrand & Hornell 2001, Cattadori et al. 2003, Hornell 2005).
Δεδομένα που αφορούν την εξέλιξη των πληθυσμών θηραματικών ειδών, τα οποία καταγράφονται με την ίδια μεθοδολογία για πολλά συνεχόμενα έτη, σε συνδυασμό με τη μελέτη περιβαλλοντικών παραμέτρων, αποτελούν μαζί με τις αναλύσεις τους το κλειδί για την κατανόηση και τον εντοπισμό των μηχανισμών που προκαλούν τις μεταβολές αυτών των πληθυσμών (Royama 1992, Turchin 2003, Ranta et al. 2006, Imperio et al. 2010). Παρόλα αυτά, μια βασική ανησυχία που έχει εκφραστεί επανειλημμένα από το 1970 και έπειτα, είναι κατά πόσο τα δεδομένα καταγραφής κάρπωσης αντικατοπτρίζουν πραγματικά την κατάσταση ενός θηραματικού πληθυσμού, καθώς είναι πιθανό να υποεκτιμηθούν οι χαμηλές και να υπερεκτιμηθούν οι υψηλές πυκνότητες συγκεκριμένων πληθυσμών, ως αποτέλεσμα αλλαγών στην κυνηγετική προσπάθεια (Gilpin 1973, Weinstein 1977, Winterhalder 1980, Lambin et al. 1999). Η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα όμως, υπερθεμάτισε με πληθώρα σημαντικών εργασιών για την εγκυρότητα και μοναδικότητα της χρήσης των δεδομένων κάρπωσης. Συνοπτικά, οι δημοσιευμένες επιστημονικές εργασίες που αποδεικνύουν την αξιοπιστία των δεδομένων κάρπωσης, κινούνται σε 2 άξονες και πραγματεύονται τα εξής:
Α). Καταρχάς, απόλυτες μετρήσεις του μεγέθους ενός πληθυσμού δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν στη φύση, παρά μόνο εκτιμήσεις του μεγέθους αυτού (Krebs 1999). Επιπλέον, μελέτες με σκοπό την παρακολούθηση αλλαγών και τάσεων στον πληθυσμό ενός είδους, τόσο θηραματικών όπως και γενικότερα πληθυσμών της άγριας πανίδας, με άμεσες καταμετρήσεις στην ύπαιθρο για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι πολύ σπάνιες (Fryxell et al. 1999, Cattadori et al. 2003). Αυτό συμβαίνει διότι ο οικονομικός προϋπολογισμός σε συνδυασμό με το σύνολο της προσπάθειας ανθρώπινου και τεχνικού δυναμικού, που πρέπει να αφιερωθεί στην ύπαιθρο τόσο χωρικά όσο και χρονικά, δημιουργούν μεγέθη απαγορευτικά και μη υλοποιήσιμα (Lancia et al. 1994). Συνεπώς, έμμεσοι μέθοδοι καταγραφής πληθυσμών χρησιμοποιούνται συχνά, όπως καταγραφή περιττωμάτων, εμετικών συμπήκτων, καταγραφή εξ’ ακοής, καταγραφή συγκεκριμένων σημαδιών που δημιουργεί το κάθε είδος στην περιοχή ενδιαίτησής του, φωτογράφιση της άγριας πανίδας με φωτοκύτταρο, και προφανώς η χρήση των δεδομένων κάρπωσης (Mayle et al. 2000, Welander 2000, Engeman et al. 2001, Wilson & Delahey 2001, Engeman 2005, Acevedo et al. 2006, Acevedo & Villanueva 2006, Acevedo et al. 2008; 2010). Από το σύνολο αυτών των έμμεσων μεθόδων, η πιο διαδεδομένη, αποτελεσματική και συχνότερα χρησιμοποιούμενη, για τη μακροπρόθεσμη μελέτη της δυναμικής πληθυσμών θηραματικών ειδών, είναι η χρήση δεδομένων κάρπωσης (Cattadori et al. 2003, Acevedo et al. 2008, Ranta et al. 2008).
Αυτό συμβαίνει για 2 λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι μόνο οι κυνηγοί ασκούνε την υπαίθρια δραστηριότητά τους τόσα πολλά χρόνια, πολύ πριν αρχίσει ακόμη η μελέτη της άγριας πανίδας από ειδικούς επιστήμονες. Δραστηριοποιούνται λοιπόν ως χρήστες αυτού του φυσικού ανανεώσιμου πόρου για αιώνες τώρα, αποτελώντας την πολυπληθέστερη κοινωνική ομάδα η οποία έχει τόσο συχνή αλληλεπίδραση με την ύπαιθρο και τη φύση, με εξειδίκευση στη χρήση αυτού του φυσικού πόρου και ιδιαίτερη αξιοπιστία σε ότι έχει σχέση με τη διαχείρισή του. Κατά συνέπεια, τα μοναδικά δεδομένα θηραματικών πληθυσμών προέρχονται από καταγραφές της κυνηγετικής δραστηριότητας από διάφορα σημεία του κόσμου, καθώς το κυνήγι είναι μια παγκόσμια νόμιμη δραστηριότητα, με παράδοση αιώνων.
Αναφέρονται ενδεικτικά στη συνέχεια κάποιες επιστημονικές εργασίες, εντυπωσιακές ως προς τον όγκο δεδομένων κάρπωσης που αναλύουν αλλά και το βάθος χρόνου συλλογής αυτών των δεδομένων: Στη Βόρεια Αμερική, από το 1918 έως και σήμερα μέσω μελέτης της κάρπωσής της λευκής χήνας (Chen rossii), εξήχθησαν συμπεράσματα για τις μεταβολές στον πληθυσμό της, τις μεταβολές των περιοχών κατανομής της, την αναπαραγωγή της, και την ηλικιακή δομή των πληθυσμών της (Moser 2001). Οι πληθυσμοί του Καριμπού (Rangifer tarandus) μελετώνται μέσω της κάρπωσής τους στη Βόρεια Αμερική και τη Γροιλανδία από τις αρχές του 1900 μέχρι και σήμερα (Forchhammer et al. 2002), ενώ παράλληλα στη νότιο Ιταλία, από το 1878 μέχρι και σήμερα μελετάται με την ίδια μέθοδο η δυναμική των πληθυσμών πέντε οπληφόρων: πλατώνι (Dama dama), ζαρκάδι (Capreolus capreolus), αγριογούρουνο (Sus scrofa), ελάφι (Cervus elaphus) και αντιλόπη (Boselaphus tragocamelus) (Imperio et al. 2010). Η χιονόκοτα (Lagopus lagopus) μελετάται στη Νορβηγία μέσω της κάρπωσής της από το 1940 (Hornell 2005), και στον Καναδά από το 1930 αναλύονται δεδομένα κάρπωσης για τον Καναδικό λύγκα (Lynx canadensis) και τον Αμερικανικό λαγό (Lepus americanus) (Cattadori 2003). Ο αγριόκουρκος (Tetrao urogallus), ο λυροπετεινός (Tetrao tetrix) και η δασόκοτα (Bonasia bonasia), μελετώνται μέσω της κάρπωσής τους από το 1960 στη Φιλανδία (Ranta et al. 2008), ενώ από το 1960 μελετάται επίσης και ο πληθυσμός της πουπουλόπαπιας (Somateria mollisima) στη Δανία (Christensen 2005). Επίσης, με ειδικές μελέτες μέσω της κάρπωσης πραγματοποιήθηκαν πανευρωπαϊκές μελέτες που ανέδειξαν πληθυσμιακές τάσεις συγκεκριμένων ειδών σε ολόκληρη την Παλαιαρκτική. Συγκεκριμένα μελετήθηκε ταυτόχρονα ποιοι παράγοντες επηρεάζουν χωρικά και χρονικά την κάρπωση του ελαφιού (Cervus elaphus) σε 11 διαφορετικές χώρες (Milner et al. 2006), όπως και η δυναμική πληθυσμών του κουναβιού (Martes martes) σε όλες τις Σκανδιναβικές χώρες (Helldin 2000). Οι αναφερόμενες είναι μόνο οι πιο σημαντικές από το σύνολο των μελετών που πραγματοποιούνται παγκοσμίως μέσω της κάρπωσης και αφορούν τη δυναμική των πληθυσμών θηραματικών ειδών.
Ο δεύτερος λόγος που καθιστά την έμμεση μέθοδο παρακολούθησης θηραματικών πληθυσμών μέσω της κάρπωσης, την πιο αποτελεσματική και συχνά χρησιμοποιούμενη για την υλοποίηση μελετών δυναμικής πληθυσμών, είναι η σταθερή και αδιάβλητη μεθοδολογία της. Εκτός λοιπόν του γεγονότος ότι τα δεδομένα κάρπωσης είναι χρονικά τα παλαιότερα από οποιαδήποτε άλλα, όπως και χωρικά προέρχονται από όλες τις κυνηγετικές περιφέρειες κάθε χώρας, καλύπτοντας όλους τους χώρους ενδιαίτησης ενός είδους, καταγράφονται επίσης πάντα με την ίδια μεθοδολογία, και με την ίδια προσπάθεια. Οι κυνηγοί άλλωστε είναι η μοναδική κοινωνική ομάδα που ασκεί αδιάλειπτα με πάθος και σεβασμό τη δραστηριότητά της στην ύπαιθρο, και συνεπώς είναι εκείνοι οι οποίοι μπορούν να παρακολουθήσουν τους θηραματικούς πληθυσμούς και να παραχωρήσουν στοιχεία κάρπωσης, με δεδομένη μεθοδολογική προσέγγιση.
Β). Στην πρώτη κατηγορία επιστημονικών δημοσιεύσεων όπως αναφέρθηκαν παραπάνω, παρουσιάστηκε η μοναδικότητα των δεδομένων κάρπωσης, η διαχρονική και σταθερή μεθοδολογία τους, όπως επίσης και η αιτία της ευρείας γεωγραφικής προέλευσής τους. Ο δεύτερος άξονας παρουσιάζει επιστημονικές εργασίες που αποδεικνύουν πώς τα δεδομένα κάρπωσης αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια την κατάσταση ενός θηραματικού πληθυσμού.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, άμεσες καταμετρήσεις θηραματικών πληθυσμών στην ύπαιθρο, αλλά και γενικότερα πληθυσμών ειδών της άγριας πανίδας για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι πολύ σπάνιες (Fryxell et al. 1999, Cattadori et al. 2003). Αφετέρου, οι λίγες μακροχρόνιες καταγραφές πληθυσμών που πραγματοποιήθηκαν με παρατηρήσεις υπαίθρου, οδηγούν και αυτές στη δημιουργία δεικτών αφθονίας, πυκνότητας και τάσεων πληθυσμών, χωρίς να έχουμε ακριβή γνώση ενός πληθυσμού (Krebs 1999).
Μία δημοσιευμένη εργασία στις αρχές του 2010 στο επιστημονικό περιοδικό Wildlife Biology (Imperio et al. 2010), πραγματοποιεί σύγκριση δεδομένων κάρπωσης με καταμετρήσεις πληθυσμών στην ύπαιθρο. Οι ίδιοι οι συγγραφείς αναφέρουν πως παγκοσμίως δεν υπάρχουν εκτός από τα δικά τους, άλλα δεδομένα καταγραφής πληθυσμών μεγάλων οπληφόρων με άμεσες καταμετρήσεις στη φύση για τόσα συνεχόμενα έτη (37 με 51 έτη ανάλογα με το κάθε ένα από τα 5 είδη που μελετήθηκαν), όπως επίσης ταυτόχρονα και δεδομένα κάρπωσης. Η μελέτη έλαβε χώρα στην περιοχή του Castelporziano στο νότο της Ιταλίας. Σε ολόκληρη την έκτασή της διενεργούνται καταγραφές πληθυσμών επί σειρές δεκαετιών, όπως επίσης και καταγραφή της κάρπωσης για ακόμη περισσότερα χρόνια, σχεδόν από τις αρχές του αιώνα. Οι συγγραφείς αποδεικνύουν πως για τα πέντε οπληφόρα που μελετήθηκαν (πλατώνι, ζαρκάδι, αγριογούρουνο, ελάφι, αντιλόπη), μετά από συγκεκριμένες στατιστικές διορθώσεις, οι δείκτες που προκύπτουν μέσω κάρπωσης παρουσίασαν υψηλή συσχέτιση με τις καταμετρήσεις πληθυσμών, και κατά συνέπεια θεωρούνται απόλυτα αξιόπιστοι για την περιγραφή της αφθονίας, της πυκνότητας, και της τάσεως ενός θηραματικού πληθυσμού.
Παρόμοια μελέτη υλοποίησαν ερευνητές με τη χρήση δεδομένων από 92 διαφορετικούς πληθυσμούς χιονόκοτας στο Ηνωμένο Βασίλειο, για τα έτη από το 1977 έως και το 2000 (Cattadori et al. 2003). Για το σύνολο των 92 ανεξάρτητων πληθυσμών υπήρχαν δεδομένα τόσο καταμετρήσεων στην ύπαιθρο για 30 συνεχόμενα έτη όπως επίσης και λεπτομερή δεδομένα κάρπωσης. Και σε αυτή την περίπτωση, αποδείχθηκε ότι οι μετρήσεις υπαίθρου με τους δείκτες δεδομένων κάρπωσης παρουσίασαν υψηλή συσχέτιση, τόσο χωρικά όσο και χρονικά, γεγονός που συνηγορεί στην αξιοπιστία των δεδομένων κάρπωσης. Πρέπει να τονισθεί, ότι η συγκεκριμένη εργασία που αφορούσε τους πληθυσμούς χιονόκοτας, δημοσιεύθηκε το 2003 στο επιστημονικό περιοδικό OIKOS, το οποίο θεωρείται στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα ένα από τα καλύτερα περιοδικά οικολογίας.
Συνοψίζοντας, μπορεί να ειπωθεί χωρίς αμφιβολία πως η χρήση των δεδομένων κάρπωσης αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο, για την καταγραφή της αφθονίας, της πυκνότητας, και τις τάσεις των πληθυσμών των θηραματικών ειδών. Επιπλέον όμως, εκτός από αυτές τις βασικές δημογραφικές πληθυσμιακές έννοιες που απαντώνται με την ανάλυση δεδομένων κάρπωσης, μπορούν ταυτόχρονα να ερευνηθούν και πολλά παράλληλα αντικείμενα. Για παράδειγμα, με παράλληλη καταγραφή του ενδιαιτήματος των θηραματικών ειδών αλλά και άλλων παραμέτρων, μπορεί να μελετηθούν ποιοι αβιοτικοί παράγοντες επίσης επηρεάζουν την κάρπωση και τις τάσεις των πληθυσμών (Willebrand &Hornell 2001, Christensen 2005, Santilli & Gallardi 2006), ποιες επιδράσεις έχουν οι πληθυσμοί των αρπάγων και η πυκνοεξαρτημένοι παράγοντες στους πληθυσμούς θηραμάτων (Fryxell et al. 1999), μπορεί να προαχθεί η μελέτη της επιδημιολογίας συγκεκριμένων ειδών (Acevedo et al. 2005; 2007), και πολλά άλλα.
Το πιο σημαντικό όλων όμως, είναι πως τα δεδομένα κάρπωσης, η οργάνωσή τους και η συλλογή τους από τις κυνηγετικές οργανώσεις της κάθε χώρας, μαζί με τις αναλύσεις τους και τα συμπεράσματά τους, αποτελούν το πιο ισχυρό διαχειριστικό μέτρο για μια αειφορική κυνηγετική δραστηριότητα, και την προστασία του περιβάλλοντος.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Acevedo P. & J.R. Villanueva. 2006. Using automated digital recording systems as effective tools for the monitoring of birds and amphibians. Wildlife Society Bulletin, 34(1): 211-214
Acevedo P., Escudero M.A., Munoz R. & C. Gortazar. 2006. Factors affecting wild boar abundance across an environmental gradient in Spain. Acta Theriologica, 51: 327–336
Acevedo P., Vicente J., Hofle U., Cassinello J., Ruiz-Fons F. & C. Gortazar. 2007. Estimation of European wild boar relative abundance and aggregation: a novel method in epidemiological risk assessment. Epidemiological Infection, 135: 519–527
Acevedo P., Ruiz-Fons F., Vicente J., Reyes Garcia A.R., Alzaga V. & C. Gortazar. 2008. Estimating red deer abundance in a wide range of management situations in Mediterranean habitats. Journal of Zoology, 276(1): 37-47
Acevedo P. Ferreres J., Jaroso R., Duran M., Escudero M.A., Marco J. & C. Gortazar. 2010. Estimating roe deer abundance from pellet group counts in Spain: An assessment of methods suitable for Mediterranean woodlands. Ecological Indicators, 10(6): 1226-1230
Cattadori I.M., Haydon D.T., Thirgood S.J. & P.J. Hudson. 2003. Are indirect measures of abundance a useful index of population density? The case of red grouse harvesting. Oikos, 100(3): 439-446
Christensen T.K. 2005. Factors affecting the bag size of the common eider Somateria mollissima in Denmark, 1980-2000. Wildlife Biology, 11: 89-99
Engeman R.M., Constantine B., Nelson M., Woorland J. & Bourassa J. 2001. Monitoring changes in feral swine abundance and spatial distribution. Environmental Conservation, 28(3): 235-240
Engeman R.M. 2005. Indexing principles and a widely applicable paradigm for indexing animal populations. Wildlife Research, 32: 203-210
Forchhammer C.M., Post E., Stenseth N.C. & D.M. Boertmann. 2002. Long-term responses in arctic ungulate dynamics to changes in climatic and trophic processes. Population Ecology, 44: 113-120
Fryxell J.M., Falls J.B., Falls E.A., Brooks R.J., Dix L. & M.A. Strickland. 1999. Density dependence, prey dependence, and population dynamics of martens in Ontario. Ecology, 80(4): 1311-1321
Gibbs J.P. 2000. Monitoring populations. Pp. 213-252, in: Research Techniques in Animal Ecology, Boitani L. & T.K. Fuller, editors. Columbia University Press, New York, 476 pp
Gilpin M.E. 1973. Do hares eat lynx? American Naturalist: 107: 727–730.
Grøtan V., Saether B.E., Engen S., Solberg E.J., Linnell J.D.C., Andersen R., Brøseth H. & E. Lund. 2005: Climate causes large-scale spatial synchrony in population fluctuations of a temperate herbivore. Ecology, 86: 1472-1482
Helldin J.O. 2000. Population trends and harvest management of pine marten Martes martes in Scandinavia. Wildlife Biology, 6: 111-120
Hörnell-Willebrand M. 2005. Temporal and spatial dynamics of Willow grouse Lagopus lagopus. Doctor’s dissertation. Swedish University of Agricultural Sciences, Faculty of Forest Sciences, Department of Animal Ecology, Umeå, Sweden
Imperio S., Ferrante M., Grignetti A., Santini G. & S. Focardi. 2010. Investigating population dynamics in ungulates: Do hunting statistics make up a good index of population abundance? Wildlife Biology, 16(2): 205-214
Krebs C.J. 1999. Ecological Methodolog, 2nd edition. Benjamin Cummings, Menlo Park, California. 620 pp
Lambin X., Krebs C.J., Moss R., Stenseth N.C & N.G. Yoccoz. 1999. Population cycles and parasitism. Science, 286: 2425
Lancia R.A., Nichols J.D., & K.P Pollock. 1994. Estimating the number of animals in wildlife populations. pp: 215-253, in: Research and management techniques for wildlife and habitats. Editor: T.A. Bookout. The Wildlife Society, Bethesda, Maryland, USA, 740 pp.
Mayle B.A., Putman R.J. & I. Wyllie. 2000. The use of trackway counts to establish an index of deer presence. Mammal Review, 30(3-4): 233-237
Milner J.M., Bonenfant C., Mysterud A., Gaillard J.M., Csanyi S. & N.C. Stenseth. 2006. Temporal and spatial development of red deer harvesting in Europe: biological and cultural factors. Journal of Applied Ecology, 43: 721-734
Moser J.T., editor. 2001. The status of Ross’s geese. Arctic Goose Joint Venture Special Publication. U.S. Fish and Wildlife Service, Washington, D.C., and Canadian Wildlife Service, Ottawa, Ontario
Mysterud A. & E. Ostbye. 2006. Effect of climate and density on individual and population growth of roe deer Capreolus capreolus at northern latitudes: the Lier valley, Norway. Wildlife Biology, 12(3): 321-329
Ranta E., Lundberg P. & V. Kaitala. 2006. Ecology of populations. Ecology, biodiversity and conservation. Cambridge University Press. 388 pp
Ranta E., Lindstrom J., Linden H. & H. Pekka. 2008. How reliable are harvest data for analyses of spatio temporal population dynamics. Oikos, 117: 1461-1468
Royama T. 1992. Analytical population dynamics. Chapman and Hall, London, UK. 392 pp
Santilli F. & L. Galardi. 2006. Factors affecting brown hare (Lepus europaeus) hunting bags in Tuscany region (Central Italy). Hystrix - Italian Journal of Mammalogy, 17(2): 143-153
Turchin P. 2003. Complex Population Dynamics: a Theoretical/Empirical Synthesis. Princeton University Press. 456 pp
Weinstein M.S. 1977. Hares, lynx and trappers. American Naturalist: 111: 806–808
Welander J. 2000. Spatial and temporal dynamics of wild boar (Sus scrofa) rooting in a mosaic landscape. Journal of Zoology, 252: 263-271
Willebrand T. & M. Hörnell. 2001. Understanding the effects of harvesting willow ptarmigan Lagopus lagopus in Sweden. Wildlife Biology, 7: 205-212
Wilson J.G. & J.R. Delahay. 2001. A review of methods to estimate the abundance of terrestrial carnivores using field signs and observation. Wildlife Research, 28(2): 151-164
Winterhalder B.P. 1980. Canadian fur bearer cycles and Cree-Objibwa hunting and trapping practice. American Naturalist. 115: 870–879