Η συνεχής και διαχρονική αλληλεπίδραση των κυνηγών µε τη φύση και την Άγρια Πανίδα καθιστά τους κυνηγούς τους πρώτους χρήστες αυτού του φυσικού πόρου οι οποίοι έχουν αντιληφθεί σε βάθος τη σημασία της διατήρησης της βιοποικιλότητας και της υγείας των οικοσυστημάτων. Κατά συνέπεια, το γεγονός αυτό αποτελεί για τις Κυνηγετικές Οργανώσεις της χώρας τόσο βασικό κίνητρο όσο και υποχρέωση, οι οποίες υλοποιούν συγκεκριμένες δράσεις για τη διατήρηση και βελτίωση πολλών και σημαντικών βιοτόπων.

Μία από τις σημαντικότερες απώλειες εξαιτίας της ανθρώπινης παρεμβατικότητας στη φύση τα τελευταία 50 χρόνια, είναι η μεγάλη υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων. Αυτό έχει ασφαλώς μεγάλη επίπτωση και στους βιότοπους των θηραμάτων.

Οι κυριότεροι λόγοι που σχετίζονται άμεσα με την υποβάθμιση των βιοτόπων και την απώλεια της βιοποικιλότητας, είναι η κατάτμηση των ενδιαιτημάτων, η μη αειφορική άσκηση των παραγωγικών δραστηριοτήτων όπως η γεωργία, η κλιματική αλλαγή, η ρύπανση του εδάφους, νερού και της ατμόσφαιρας, και η εισβολή χωροκατακτητικών ξενικών ειδών. Ο κυνηγός ως καρπωτής της φύσης και συνεπώς ως άμεσος διαχειριστής αυτού του φυσικού πόρου, είναι ο κατεξοχήν ενδιαφερόμενος για την αναστροφή αυτού του φαινομένου.

Η Βελτίωση Βιοτόπων αποτελεί μία από τις σημαντικότερες δράσεις της ΚΣΕ, καθώς μαζί με την προστασία των φυσικών οικοτόπων και των ειδών μέσω του σώματος της Θηροφυλακής αποτελεί τον πυρήνα των δύο σημαντικότερων Ευρωπαϊκών Οδηγιών, τόσο της Οδηγίας για τα Πτηνά (79/409) όπως και τις Οδηγίας για τους Οικοτόπους (92/43).

Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες περιβαλλοντικές οργανώσεις στη χώρα οι οποίες παραμένουν στη θεωρία και την απραξία, η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος (Κ.Σ.Ε.) είναι η μοναδική οργάνωση η οποία με ιδίους πόρους και όχι με κρατική επιχορήγηση, υλοποιεί οργανωμένα από το 2005 πρόγραμμα βελτίωσης βιοτόπων, σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Με αυτό τον τρόπο, αποδεικνύει έμπρακτα, ότι ο ρόλος των κυνηγετικών οργανώσεων και των κυνηγών δεν σταματά στο τέλος της κυνηγετικής περιόδου, αλλά εντείνεται και μετά την λήξη της καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με έργα και δράσεις.

Η Κ.Σ.Ε μέσω των Κυνηγετικών Ομοσπονδιών και των Κυνηγετικών Συλλόγων, υλοποιεί το πρόγραμμα της Βελτίωσης Βιοτόπων, αναπληρώνοντας έτσι το κενό που υπάρχει από την πλευρά της πολιτείας, χρηματοδοτώντας έργα και δράσεις που υλοποιούν οι Κυνηγετικές Ομοσπονδίες σε όλη την επικράτεια.

Σκοπός των   έργων και των παρεμβάσεων στους βιότοπους είναι α) ο εντοπισμός και περιορισμός παραγόντων (π.χ περιορισμένα διαθέσιμα τροφής, ελάχιστα αποθέματα νερού κ.α.) που δυσχεραίνουν τη διαβίωση και ανάπτυξη ενός θηραματικού πληθυσμού σ’ έναν βιότοπο, και β) η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών, σ’ έναν βιότοπο, έτσι ώστε να μπορέσει να δεχτεί και να συντηρήσει έναν αριθμό απελευθερωμένων θηραμάτων.

Στην υλοποίηση των ετήσιων δράσεων για τη βελτίωση βιοτόπων συμμετέχουν Θηροφύλακες των Κυνηγετικών οργανώσεων αλλά και εθελοντές κυνηγοί. Την καθοδήγηση και εποπτεία των εργασιών στο βιότοπο αναλαμβάνουν οι εξειδικευμένοι επιστημονικοί συνεργάτες των κυνηγετικών οργανώσεων.

Οι πιο σημαντικές επεμβάσεις που υλοποιούνται είναι οι εξής:

  • Σπορές
  • Εγκατάσταση φυσικών φρακτών
  • Φύτευση καρποφόρων δέντρων
  • Αναδασώσεις
  • Εγκατάσταση ποτίστρων
  • Καλλιέργεια πηγών
  • Εκτροφή και απελευθέρωση ενδημικών θηραμάτων.

Συνοπτικός Τεχνικός Οδηγός Βελτίωσης Βιοτόπων

Στην Ελλάδα τα 5 είδη που επικεντρώνουν το ενδιαφέρον του προγράμματος διέπονται από διαφορετικό καθεστώς παρουσίας στην Ελλάδα. Τα είδη αυτά είναι:

  • Κότσυφας (Tudrus merula): ενδημικό – διαχειμάζων - μεταναστευτικό
  • Κελαϊδότσιχλα (Turdus philomelos): μερικώς ενδημικό – διαχειμάζων – μεταναστευτικό
  • Δενδρότσιχλα (Turdus viscivorus): ενδημικό – διαχειμάζων – μεταναστευτικό
  • Γερακότσιχλα (Turdus pilaris): ενδημικό – μεταναστευτικό
  • Κοκκινότσιχλα (Turdus iliacus): διαχειμάζων – μεταναστευτικό

Για την παρακολούθηση της μετανάστευσης αυτών των 5 ειδών κιχλίδων χρησιμοποιείται μία μέθοδος η οποία έχει αξιολογηθεί και επικυρωθεί από το Γαλλικό Εθνικό Παρατηρητήριο Άγριας ζωής και των Ενδιαιτημάτων (ONFSH, 2004) και περιγράφεται ως η καταγραφή των φωνών του κότσυφα, της κελαηδότσιχλας και της κοκκινότσιχλας κατά τη διάρκεια των νυχτερινών μετακινήσεών τους.

Για το σκοπό αυτό τοποθετήθηκαν 5 βιοακουστικοί σταθμοί (Τύπου Telinga Pro. Pip.4) πάνω στους βασικούς γνωστούς διαδρόμους μετανάστευσης στην Ελλάδα. Οι σταθμοί αυτοί λειτουργούν όλα τα βράδια από τις 23:00 μ.μ. έως τις 3:00 π.μ. της επομένης από την 1η Ιανουαρίου έως και την 31η Μαρτίου. Οι βιοακουστικοί σταθμοί τοποθετήθηκαν σε κατάλληλα σημεία ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα σύγχυσης με τα διαχειμάζοντα πουλιά και σε περιοχές με καλή ακουστική (μακριά από πολυσύχναστους αυτοκινητόδρομους, αεροδρόμια κλπ). Οι ψηφιακές κασέτες καταγραφής απομαγνητοφωνήθηκαν από ειδικούς της άγριας πανίδας και τα στοιχεία που προέκυψαν μηχανογραφήθηκαν σε ειδικές φόρμες καταγραφής του IMPCF.

Στη συνέχεια τα δεδομένα που προκύπτουν από κάθε ώρα και νύχτα καταγραφής τροφοδοτούν μια βάση δεδομένων. Ο προσδιορισμός της χρονολογίας της προαναπαραγωγικής μετανάστευσης προκύπτει από τον αριθμό των καταγεγραμμένων φωνών ανά ώρα και νύχτα καθ’ όλη την περίοδο της μελέτης. Επίσης μπορεί να καθοριστεί η έναρξη της μετανάστευσης και τα διαφορετικά «pics» που εμφανίζονται διαδοχικά ανάλογα με την προέλευση των πουλιών.

Η επιλογή των θέσεων παρακολούθησης των κιχλίδων έγινε σύμφωνα με τα παρακάτω αυστηρά κριτήρια:

  • Ζώνες οι οποίες είναι γνωστό ότι βρίσκονται στους μεταναστευτικούς διαδρόμους των τσιχλών και εάν είναι δυνατόν δεν διατηρούν διαχειμάζοντες πληθυσμούς.
  • Ο αριθμός των 5 βιοακουστικών σταθμών είναι ικανοποιητικός.
  • Με γεωγραφική κατανομή, όσο το δυνατόν πληρέστερη για την έκταση της Ελλάδας (περιοχές, διαπιστωμένοι μεταναστευτικοί διάδρομοι κλπ), με στόχο να προκύψουν αποτελέσματα εθνικής σημασίας. Οι θέσεις αυτές ήταν τοποθετημένες σε ένα άξονα «νοτιοδυτικό/βορειοανατολικό», κύριο άξονα της μετανάστευσης επιστροφής για να διακρίνουμε με σαφήνεια τις εσωτερικές μετακινήσεις από τις πραγματικές μεταναστευτικές κινήσεις. Για να  επιτευχθεί αυτό επιλέχθηκε με προσοχή το υψόμετρο, ώστε να μην γίνει σύγχυση με τις τοπικές μετακινήσεων «βουνό – κάμπος».
  • Για την εξαγωγή αξιόπιστων αποτελεσμάτων έγινε επιλογή θέσεων στις οποίες η διαχείμανση είναι μηδενική, ώστε να καταγραφούν οι πραγματικές κινήσεις μετανάστευσης των πτηνών. Μεταξύ αυτών των θέσεων ανήκουν: απόκρημνες ακτές και λόφοι γνωστοί για τα περάσματά τους.

Οι θέσεις τοποθέτησης των βιοακουστικών σταθμών που αναφέρθηκαν παραπάνω για την παρακολούθηση της μετανάστευσης των κιχλίδων στην Ελλάδα, με βάση τα έως τώρα γνωστά βιβλιογραφικά δεδομένα και τους γνωστούς διαδρόμους μετανάστευσης αυτών των ειδών στην Ελλάδα είναι οι εξής:

  • ΛΕΥΚΑΔΑ: Άκτιο
  • ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
  • ΑΤΤΙΚΗ: Καλέντζι Μαραθώνα
  • ΕΥΒΟΙΑ: Κύμη
  • ΕΥΒΟΙΑ: Δροσιά Χαλκίδας

Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος αποφάσισε να υλοποιήσει το ερευνητικό πρόγραμμα «Φαινολογία της μετανάστευσης των υδρόβιων και παρυδάτιων πτηνών στην Ελλάδα» για να επιτύχει 2 σημαντικούς σκοπούς: (i) Τον προσδιορισμό των ημερομηνιών προγαμιαίας μετανάστευσης των υδρόβιων και παρυδάτιων μεταναστευτικών πτηνών από την ελληνική επικράτεια προς τις περιοχές αναπαραγωγής, ώστε οι καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες να λαμβάνουν αποφάσεις και διαχειριστικά μέτρα τεκμηριωμένες με επιστημονικά στοιχεία που αφορούν την κυνηγετική δραστηριότητα. (ii) Την προσφορά επιστημονικής τεκμηριωμένης γνώσης για την πτηνοπανίδα στην Ελλάδα, καθώς όπως ορίζουν τα καταστατικά λειτουργίας των Κυνηγετικών Οργανώσεων ο βασικός τους στόχος είναι η διαχείριση και η προστασία του περιβάλλοντος.

Με βάση μία πληθώρα επιστημονικών εργασιών, τη συμβολή ειδικών καθηγητών πανεπιστημίου στη χώρα μας που διδάσκουν οικολογία και διαχείριση άγριας πανίδας, τους οργανισμούς OMPO (Οργανισμός Μελέτης των Μεταναστευτικών Πτηνών στη Δυτική Παλαιαρκτική) και IMPCF (Μεσογειακό Ινστιτούτο Διατήρησης της Θηραματικής και Άγριας Πανίδας) όπως επίσης και το πολύ σημαντικό έγγραφο «Οδηγία 79/409» (άρθρο 7, παράγραφος 4, εδάφιο τρίτο), καθορίστηκε η μεθοδολογία του προγράμματος.

Ο προσδιορισμός της φαινολογίας της μετανάστευσης των υδροβίων πτηνών προϋποθέτει εκτέλεση καταμετρήσεων αυτών, οι οποίες πραγματοποιούνται στους σημαντικότερους βιοτόπους για αυτά τα είδη. Για το λόγο αυτό πραγματοποιήθηκε η επιλογή ενός αριθμού ιδιαίτερα σημαντικών βιοτόπων κατανεμημένων σε όλη την ελληνική επικράτεια και η ανάθεση του έργου των καταμετρήσεων δόθηκε σε εξειδικευμένους παρατηρητές, εξασφαλίζοντας πως καθένας θα αναλάβει με υπευθυνότητα το ρόλο που του ανατίθεται. Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος βασίστηκε στην όσο το δυνατόν καλύτερη επιλογή των παρατηρητών που ενεπλάκησαν στο πρόγραμμα, οι οποίοι μάλιστα πριν από την έναρξη των παρατηρήσεων παρακολούθησαν έναν απαιτούμενο αριθμό εκπαιδεύσεων – ενημερώσεων.

Προτεραιότητα δόθηκε σε υγροτόπους γνωστούς για τη σημαντικότητά τους όσον αφορά την πτηνοπανίδα, σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας και ταυτόχρονα αντιπροσωπευτικούς για τη μελέτη των ειδών που αφορούν τη συγκεκριμένη έρευνα. Πιο συγκεκριμένα, η επιλογή των 22 συνολικά βιοτόπων έγινε με βάση τα εξής κριτήρια:

i.    Υγρότοποι αναγνωρισμένης σημασίας όσον αφορά την πτηνοπανίδα υδροβίων ειδών κατά την περίοδο της μετανάστευσής τους.
ii.    Υγρότοποι με ικανότητα διατήρησης ικανού αριθμού ατόμων των ειδών που ενδιαφέρουν την έρευνα.
iii.    Υγρότοποι με δυνατότητα εύκολης και ασφαλούς πρόσβασης από τους παρατηρητές, σε όλες τις θέσεις παρατήρησης και για όλο το διάστημα διεξαγωγής της έρευνας.
iv.    Υγρότοποι μικρής σχετικά έκτασης (μερικών δεκάδων στρεμμάτων έως μερικών εκατοντάδων στρεμμάτων) στους οποίους οι καταμετρήσεις θα θεωρούνται πλήρεις.
v.    Υγρότοποι μεγαλύτερης έκτασης (κάποιων χιλιάδων στρεμμάτων) στους οποίους θα πραγματοποιείται ένας αριθμός παρατηρήσεων με βάση ένα ή περισσότερα σημεία τα οποία επιλέγονται και κατανέμονται στο βιότοπο με ιδιαίτερη προσοχή. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι παρατηρήσεις να διεξάγονται συστηματικά και διαχρονικά με τον ίδιο τρόπο κάθε φορά και από τα ίδια ακριβώς σημεία, καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης, με σκοπό να είναι στατιστικά αξιοποιήσιμα τα αποτελέσματα που θα προκύψουν.
Η μέθοδος παρακολούθησης καθορίσθηκε σύμφωνα με τα παρακάτω αυστηρά κριτήρια:
i.    Προσδιορισμός της λίστας των ειδών προς παρακολούθηση σε όλους τους βιοτόπους που υλοποιείται το πρόγραμμα.
ii.    Καθορισμός ενός υπευθύνου ανά βιότοπο και ενός αντικαταστάτη του, όπως επίσης και συνόλου παρατηρητών ανά βιότοπο (1, 2, 3 ή 4).
iii.    Διοργάνωση εκπαιδευτικών συναντήσεων, με σκοπό την ενημέρωση κάθε παρατηρητή για την εργασία που αναλαμβάνει να εκτελέσει και τη διαπίστωση της ικανότητας αναγνώρισης των ειδών και της καταμέτρησης των πτηνών. Στις συναντήσεις αυτές γίνεται παρουσίαση του δελτίου καταμέτρησης των πτηνών και του δελτίου περιγραφής του υγροτόπου. Στη συνέχεια διοργανώνονται επιδείξεις της διαδικασίας παρατήρησης στο πεδίο και αξιολόγηση της ικανότητας κάθε παρατηρητή για την απόκτηση ενιαίας και συγκρίσιμης ικανότητας συλλογής στοιχείων σε κάθε βιότοπο.
iv.    Η παρακολούθηση της προαναπαραγωγικής μετανάστευσης των υπό εξέταση ειδών πραγματοποιείται στο διάστημα από 1η Ιανουαρίου έως την 30η Απριλίου κάθε χρόνου διάρκειας της μελέτης.
v.    Η παρακολούθηση της μετα-αναπαραγωγικής μετανάστευσης των υπό εξέταση ειδών πραγματοποιείται στο διάστημα από 1η Ιουλίου έως την 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου διάρκειας της μελέτης.
vi.    Οι ημερομηνίες παρατήρησης ορίστηκαν ώστε να πραγματοποιείται από μια παρατήρηση σε κάθε ένα από τα τρία δεκαήμερα του κάθε μήνα για το σύνολο των μηνών τους οποίους διαρκεί η μελέτη. Η ημερομηνίες ορίσθηκαν ημέρα Σάββατο, ώστε σε περίπτωση που είναι αδύνατη η παρατήρηση για λόγους που αναλύονται παρακάτω, να είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί αυτή την επομένη, ημέρα Κυριακή.
vii.    Η καταμέτρηση γίνεται πάντοτε με ευνοϊκές μετεωρολογικές συνθήκες κατά προτίμηση τις πρωινές ώρες και με τον ήλιο στην πλάτη και όσο τα πουλιά είναι ήρεμα. Γενικά η πρώτη ώρα μετά την ανατολή του ηλίου δεν είναι η καλύτερη για καταμέτρηση επειδή οι πάπιες ακόμη βρίσκονται σε κίνηση.
viii.    Παρακολουθούνται τα μετεωρολογικά δελτία καιρού ώστε να γίνεται ο απαραίτητος προγραμματισμός της κάθε παρατήρησης. Για παράδειγμα, εάν μια καταμέτρηση ήταν προγραμματισμένη να γίνει κάποιο Σάββατο και το μετεωρολογικό δελτίο έδινε βροχή, η παρατήρηση μπορούσε να προηγηθεί την Παρασκευή, εάν για την μέρα αυτή το δελτίο ήταν ευνοϊκό ή να καθυστερήσει για τον ίδιο λόγο την Κυριακή. Στη χειρότερη περίπτωση η παρατήρηση μπορούσε να καθυστερήσει έως τη Δευτέρα. Σε κάθε όμως περίπτωση, η επόμενη προγραμματισμένη παρατήρηση δεν άλλαζε ημερομηνία. Εάν οι μετεωρολογικές συνθήκες προβλέπονταν πολύ δυσμενείς όλες τις ημέρες, ο παρατηρητής ανέμενε στη θέση παρατήρησης αρκετό χρονικό διάστημα, ώστε να αξιοποιηθεί οποιαδήποτε παροδική βελτίωση των συνθηκών κατά τη διάρκεια της ημέρας. Διευκρινίζεται πως σε καμία περίπτωση δεν χάθηκε μέτρηση κάποιου δεκαημέρου.
ix.    Εάν ένα απροσδόκητο γεγονός, όπως μια διατάραξη των πουλιών, εμποδίσει τον παρατηρητή να διεξάγει την καταμέτρηση, τότε αυτός περιμένει την επάνοδο των συνθηκών στη φυσιολογική κατάσταση ή επιστρέφει την επόμενη μέρα για να κάνει την παρατήρηση.
x.    Ο υπεύθυνος για κάθε θέση παρατήρησης, γνωρίζει το μεγαλύτερο αριθμό των χαρακτηριστικών του βιοτόπου, πριν ξεκινήσει τις προγραμματισμένες καταμετρήσεις. Ο στόχος είναι να γίνουν οι παρατηρήσεις όσο το δυνατόν ακριβέστερες και να περιλαμβάνουν το σύνολο των ειδών που μας ενδιέφεραν και συχνάζουν στο συγκεκριμένο βιότοπο. Γι’ αυτό εκ των προτέρων έχουν καθοριστεί το ή τα σημεία από τα οποία ο κάθε παρατηρητής θα μετρήσει, για να καλύψει το σύνολο των ειδών που μας ενδιαφέρουν όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Διαφαίνεται έτσι, ότι ο σωστός καθορισμός των σημείων είναι μεγίστης σημασίας.
xi.    Σε περίπτωση κωλύματος του παρατηρητή ειδοποιείται εγκαίρως ο υπεύθυνος της ευρύτερης περιοχής, ώστε να ανατεθεί η παρατήρηση σε κάποιον αντικαταστάτη.
xii.    Ο παρατηρητής χρησιμοποιεί εξοπλισμό οπτικής παρατήρησης (κιάλια, τηλεσκόπιο) και καταμετρά τα πουλιά σύμφωνα με τη μέθοδο που του έχει εξηγηθεί κατά τις εκπαιδευτικές – ενημερωτικές συναντήσεις. Χρησιμοποιεί το μικρότερο δυνατόν ζουμ του τηλεσκοπίου, με σκοπό να παρατηρεί ταυτόχρονα το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό πουλιών. Η σάρωση του επιπέδου του νερού πραγματοποιείται από αριστερά προς τα δεξιά ή αντίστροφα, αργά, με σκοπό να αναγνωριστούν και να καταμετρηθούν όλα τα πουλιά από όλα τα είδη, που έχει ως αντικείμενο η μελέτη.
xiii.    Καταγράφονται όλα τα πουλιά που αναγνωρίζονται με σιγουριά. Τα άτομα τα οποία δεν αναγνωρίζονται δεν θα καταγράφονται. Καταγράφονται όλα τα πουλιά από τα είδη που έχουν καθοριστεί και είναι παρόντα στο βιότοπο, οποιαδήποτε κι αν είναι η συμπεριφορά τους (πουλιά στην επιφάνεια του νερού, πουλιά σε πτήση που φτάνουν στη θέση παρατήρησης, πουλιά που αφήνουν τη θέση παρατήρησης λόγω όχλησης).
xiv.    Πουλιά που πετούν πάνω από το σημείο παρατήρησης, χωρίς να εκδηλώνουν ενδιαφέρον για το βιότοπο (π.χ. σμήνη σε μεγάλο ύψος), αποτελούν αντικείμενο σχολιασμού, αλλά δεν περιλαμβάνονται στην καταμέτρηση, λόγω του ότι η προέλευση τους όπως και ο προορισμός τους είναι άγνωστος.
xv.    Οι παρατηρήσεις και τα στοιχεία των καταμετρήσεων (είδη, αριθμός και άλλες σχετικές πληροφορίες) πεδίου, καταγράφονται στο δελτίο καταμετρήσεων. Διευκρινίζεται ότι για κάθε σημείο παρατηρήσεων σε κάθε βιότοπο συμπληρώνεται ένα δελτίο καταγραφής. Εάν υπάρχει μόνο ένας παρατηρητής σε κάποιον βιότοπο, το αποτέλεσμα κάθε μέτρησης είναι ένα δελτίο. Εάν έχουν καθοριστεί περισσότερα του ενός σημεία παρατηρήσεων (κατά συνέπεια περισσότεροι του ενός παρατηρητές) προκειμένου να επιτύχουμε πλήρη καταγραφή ενός πολύ σημαντικού βιοτόπου, το αποτέλεσμα είναι τόσα δελτία καταγραφής για κάθε μέτρηση όσοι και οι παρατηρητές στα αντίστοιχα σημεία παρατήρησης. Στη συνέχεια τα στοιχεία αυτά μεταφέρονται σε κατάλληλα διαμορφωμένη βάση δεδομένων ACCESS.

Οι παρακάτω βιότοποι είναι αυτοί που επιλέχθησαν για την υλοποίηση καταγραφών του προγράμματος, καθώς πληρούν τις προδιαγραφές που αναλυτικά αναφέρθηκαν παραπάνω και ανταποκρίνονται στα κριτήρια που απαιτούν οι ανάγκες του προγράμματος, όπως και ο αριθμός και το όνομα των παρατηρητών που πραγματοποιούν τη λήψη στοιχείων σε κάθε έναν από αυτούς, αναφέρονται στον παρακάτω πίνακα:

 

Α/Α

Βιοτόπου

Υγρότοπος υλοποίησης παρατήρησης

Σύνολο παρατηρητών ανά υγρότοπο

1

ΕΒΡΟΣ

Δελταϊκό σύστημα του ποταμού Έβρου

4

2

ΒΙΣΤΩΝΙΔΑ & ΠΟΡΤΟ ΛΑΓΟΣ

Σύστημα Λιμνών Βιστωνίδα & Πόρτο Λάγος

2

3

ΚΕΡΚΙΝΗ

Τεχνητή λίμνη Κερκίνης

3

4

ΒΟΛΒΗ & ΚΟΡΩΝΕΙΑ

Σύστημα λιμνών Βόλβης & Κορώνειας

3

5

ΑΞΙΟΣ

Δελταϊκό σύστημα του ποταμού Αξιού

3

6

ΚΑΛΑΜΑΚΙ

Περιοχή λίμνης Κάρλα - Ταμιευτήρας Καλαμάκι

2

7

ΝΑΜΑΤΑ

Περιοχή λίμνης Κάρλα - Ταμιευτήρας Νιάματα

2

8

ΑΜΒΡΑΚΙΚΟΣ

Σύστημα εκβολών ποταμού Λούρου & Λιμνοθάλασσα Αμβρακικού κόλπου

4

9

ΚΑΛΑΜΑΣ

Δελταϊκό σύστημα ποταμού Καλαμά

1

10

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Περιοχή Λούρος & Αιτωλικό Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου

2

11

ΣΠΕΡΧΕΙΟΣ

Εκβολές ποταμού Σπερχειού & Μαλιακός Κόλπος

1

12

ΠΑΡΑΛΙΜΝΗ

Λίμνη Παραλίμνη Εύβοιας

1

13

ΣΧΟΙΝΙΑΣ

Λιμνοθάλασσα Σχοινιά Αττικής

1

14

ΕΥΒΟΙΑ

Λιμνοθάλασσα Ιστιαίας Εύβοιας

1

15

ΚΑΛΛΟΝΗ

Κόλπος Καλλονής Λέσβου

1

16

ΑΛΥΚΗ

Λιμνοθάλασσα Αλυκή Λήμνου

1

17

ΚΟΤΥΧΙ

Λιμνοθάλασσα Κοτύχι Αχαΐας

1

18

ΓΙΑΛΟΒΑ

Λιμνοθάλασσα Διβάρι Γιάλοβας Πύλου

1

19

ΣΤΥΜΦΑΛΙΑ

Λίμνη Στυμφαλία Κορινθίας

1

20

ΕΥΡΩΤΑΣ

Δελταϊκό σύστημα ποταμού Ευρώτα

1

21

ΑΓΙΑ ΧΑΝΙΩΝ

Τεχνητή λίμνη Αγιά Χανίων

1

22

ΜΠΡΑΜΙΑΝΑ

Τεχνητές λίμνες φραγμάτων ποταμού Αναποδάρη & Λίμνη Μπραμιανών Ιεράπετρας Κρήτης

1

Παρόλο που ένας πολύ μεγάλος αριθμός παρυδάτιων και υδροβίων μεταναστευτικών πτηνών παρουσιάζονται στο σύνολο των σημαντικότερων υδροβιοτόπων της ελληνικής επικράτειας, για το πρόγραμμα της «Φαινολογίας της μετανάστευσης των πτηνών στην Ελλάδα» επιλέχθησαν να καταγράφονται συνολικά 27 είδη και στους 22 επιλεγμένους βιοτόπους. Από αυτά, τα 13 είναι θηραματικά είδη και τα 14 μη θηραματικά, όπως παρουσιάζονται αναλυτικά στον παρακάτω πίνακα:

 

ΘΗΡΕΥΣΙΜΑ ΕΙΔΗ

Τάξη

Οικογένεια

Ελληνική ονομασία

Λατινική ονομασία

Αγγλική ονομασία

ANSERIFORMES

Anatidae

Ασπρομέτωπη χήνα

Anser albifrons

Greater white-fronted goose

(Ευρωπαϊκό) Σφυριχτάρι

Anas (Mareca) penelope

Eurasian wigeon

(Ευρωπαϊκό) Κιρκίρι

Anas crecca

Eurasian teal

Πρασινοκέφαλη πάπια

Anas platyrhynchos

Mallard

(Ψαλίδα του Βορρά) Σουβλόπαπια

Anas acuta

Northern pintail

(Ευρωπαϊκή) Σαρσέλα

Anas querquedula

Garganey

(Ευρασιατική) Χουλαριόπαπια

Anas clypeata

Northern shoveler

(Γκισάρι) Κυνηγόπαπια

Aythya ferina

Common pochard

(Μαυροκέφαλη πάπια) Τσικνόπαπια

Aythya fuligula

Tufted duck

GRUIFORMES

Rallidae

Νερόκοτα

Gallinula chloropus

Common moorhen

(Κοινή) Φαλαρίδα

Fulica atra

Eurasian coot

CHARADRIIFORMES

Charadriidae

Καλημάνα

Vanellus vanellus

Northern lapwing

Scolopacidae

Μπεκατσίνι

Gallinago gallinago

Common snipe

ΜΗ ΘΗΡΕΥΣΙΜΑ ΕΙΔΗ

Τάξη

Οικογένεια

Ελληνική ονομασία

Λατινική ονομασία

Αγγλική ονομασία

CICONIIFORMES

Threskiornithidae

(Ευρασιατική) Χουλιαρομύτα

Platalea leucorodia

Eurasian spoonbill

ANSERIFORMES

Anatidae

Κοκκινόχηνα ή Κοκκινολαιμόχηνα

Branta ruficolis

Red-breasted goose

Χωραφόχηνα Anser fabalis Taiga Bean-goose

(Καπακλής) Φλυαρόπαπια

Anas(Mareca) strepera

Gadwall

Σταχτόχηνα Anser anser Greylag goose

Καστανόπαπια

Tadorna ferruginea

Ruddy shellduck

Βαρβάρα

Tadorna tadorna

Common shellduck

(Ευρασιατικό) Φερεντίνι ή Ροπαλόπαπια

Netta rufina

Red-crested pochard

(Ευρωπαϊκή) Βαλτόπαπια

Aythya nyroca

Ferruginous duck

(Ευρωπαϊκό) Κεφαλούδι

Oxyura leucocephala

White-headed duck

CHARADRIIFORMES

Haematopodidae

(Ευρωπαϊκός) Στρειδοφάγος

Haematopus ostralegus

Eurasian oystercatcher

Recurvirostridae

Καλαμοκανάς

Himantopus himantopus

Black-winged stilt

(Ευρωπαϊκή) Αβοκέτα

Recurvirostra avosetta

Pied avocet

Charadriidae

Αργυροπούλι

Pluvialis squatarola

Grey plover

Η μπεκάτσα παρουσιάζει στην Ελλάδα ένα καθεστώς διαχείμασης – μετανάστευσης. Η μεθοδολογία που υιοθετήθηκε για τον προσδιορισμό της χρονολογίας της μετανάστευσης έλαβε υπ’ όψη αυτή τη βιολογική ιδιαιτερότητα. Το είδος αυτό, με τα συγκεκριμένα βιολογικά του χαρακτηριστικά δεν είναι εύκολο να καταμετρηθεί με απλή παρατήρηση, όπως τα περισσότερα είδη πουλιών. Πρέπει λοιπόν να χρησιμοποιηθούν έμμεσοι μέθοδοι για τον προσδιορισμό της μετανάστευσής του.

Στη Γαλλία οι εξειδικευμένοι κυνηγοί (εθνικό κλαμπ μπεκατσοκυνηγών CNB) χρησιμοποιούν ένα σύστημα παρακολούθησης του είδους με τη χρήση ενός Δείκτη Κυνηγετικής Αφθονίας (Δ.Κ.Α.) κατά την κυνηγετική περίοδο (Δ.Κ.Α. = αριθμός των διαφορετικών πουλιών που σηκώνονται κατά τη διάρκεια 3 ωρών αναζήτησης εφαρμόζοντας την ίδια έντασης έρευνα). Στην Ελλάδα εφαρμόστηκε το ίδιο σύστημα, με ομάδες εξειδικευμένων κυνηγών και τη συνοδεία των σκύλων τους σε προκαθορισμένες θέσεις αναφοράς, χρησιμοποιώντας τον δείκτη Δ.Κ.Α. Με τον τρόπο αυτό και για να προσδιοριστεί η μετανάστευση, η παρακολούθηση είχε διάρκεια και πέραν της κυνηγετικής περιόδου. Ορίστηκαν οι θέσεις έρευνας (αριθμός 26 για λόγους ικανής στατιστικής ανάλυσης) σε όλη την ελληνική επικράτεια, σε σχέση με περιοχές διαχείμασης και περιοχές περασμάτων, λαμβάνοντας στοιχεία μια φορά ανά δεκαήμερο από το 2ο δεκαήμερο του Οκτωβρίου έως το τέλος του Νοεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Μαρτίου κάθε χρόνο. Με τον τρόπο αυτό οι μεταβολές του Δ.Κ.Α. κατά τη διάρκεια της περιόδου, καθορίζουν ή την αναχώρηση των διαχειμαζόντων ή την άφιξη των μεταναστευτικών που διαχειμάζουν σε νοτιότερες περιοχές. Η κατανομή των θέσεων έρευνας στην Ελλάδα έλαβε υπ’ όψη το υψόμετρο (ώστε να μην υπάρξει σύγχυση των τοπικών μετακινήσεων με τις πραγματικές μεταναστευτικές κινήσεις) και τους κύριους γνωστούς μεταναστευτικούς διαδρόμους.

Οι περιοχές αυτές κατανέμονται σε όλη τη χώρα και πάνω στους γνωστούς μεταναστευτικούς διαδρόμους, στις οποίες είναι βεβαιωμένο ότι απαντώνται μπεκάτσες και παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα.

 

α/α

Περιοχή

Είδος Φυτικής Κάλυψης

Υψόμετρο

1

Λάερμα (Ρόδου)

Πεύκο

500

2

Αυγόνυμα (Χίου)

Πεύκο / Πουρνάρι

500

3

Αετός (Μεσσηνίας)

Πουρνάρι / Δρυς

700

4

Χρυσοβίτσι (Τρίπολης)

Έλατο / Δρυς

1000

5

Δρυοδάσος Φολόης (Κάπελης) Ηλείας

Δρυς

600

6

Πάρος

Σκίνος / Φρύγανα / Άκεθρος

200

7

Τελέθριο – Αγ. Αθανάσιος (Βορ. Εύβ.)

Δρυς / Κουμαριά

500

8

Όρος Τσίμπρα–Νεροτριβιά(Κεντρ.Ευβ.)

Μ. Πεύκη / Κουμαριά / Αριά

700

9

Αράκυνθος (Αιτολο/νίας)

Δρυς

800

10

Νεοχώρι (Δομοκού)

Δρυς

700

11

Γαζί (Ξηρομέρου)

Πεύκο / Έλατο/ Οξιά/ Φτέρη

900- 1300

12

Όμπορες (Εύβοιας)

Δρυς / Ρείκι/ Κουμαριά

400

13

Στρινιλιά (Κέρκυρας)

Πουρνάρι

750

14

Γυφτόκαμπος (Ιωαννίνων)

Οξιά / Έλατο / Πεύκο

900

15

Βροσίνα – Ξέχωρο (Θεσπρωτίας)

Πουρνάρι / Δρυς

400

16

Βροντού (Δράμας)

Δρυς / Πουρνάρι

1200

17

Πρωτοκκλήσι (Έβρου)

Δρυς

300

18

Τσάλι (Ξάνθης)

Δρυς

1300

19

Αγ. Σωτήρα (Δεσκάτη)

Δρυς

800

20

Λεπτοκαρυά (Έβρου)

Δρυς

700

21

Μαυροπλαγιά (Κιλκίς)

Δρυς

700 - 800

22

Ν. Σεβάστια (Χαλκιδικής)

Δρυς / Πουρνάρι

500

23

Άνω Κτημένη (Καρδίτσας)

Δρυς

600

24

Άζωρος (Ελασσόνας)

Βελανιδιά / Πουρνάρι / Φτέρη

1000

25

Ομόλιο (Κίσαβου)

Βελανιδιά / Πουρνάρι

750

26

Κωφοί (Αλμυρού)

Δρυς

600

 

Σε κάθε μια από τις περιοχές αυτές γίνεται ετησίως έρευνα για τον εντοπισμό και την καταμέτρηση των ατόμων μπεκάτσας από εξειδικευμένους κυνηγούς μπεκάτσας συνοδευόμενων από κυνηγετικούς σκύλους φέρμας για χρονικό διάστημα 3 ωρών. Ο αριθμός των 2 κυνηγών με 2 έως 3 σκύλους επαρκεί για την καταμέτρηση της μπεκάτσας ανά περιοχή. Κάθε άτομο μπεκάτσας που επισημαίνεται καταγράφεται σε ειδικό δελτίο, και από τα στοιχεία αυτά υπολογίζεται ο Δείκτης Κυνηγετικής Αφθονίας (Δ.Κ.Α.) ανά έξοδο, μήνα και περιοχή. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συμμετοχή των ίδιων πάντα ατόμων και των ίδιων σκύλων σε κάθε έξοδο τους στην ίδια πάντα περιοχή, η εφαρμογή της ίδιας έντασης προσπάθειας ανεύρεσης των πουλιών καθ΄ όλη  τη διάρκεια της έρευνας, καθώς και η εκπαίδευση – ενημέρωσή τους πριν την έναρξη του προγράμματος, όπου διευκρινίστηκαν όλες λεπτομέρειες της μεθοδολογίας και της συμπλήρωσης του σχετικού δελτίου καταγραφής που θα προκύπτει από κάθε περιοχή και έξοδο.

Το διάστημα των παρατηρήσεων ορίστηκε από το 2ο δεκαήμερο του Οκτωβρίου έως το τέλος του Νοεμβρίου κάθε έτους και από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Μαρτίου του επόμενου έτους. Πραγματοποιείται μια έξοδος ανά δεκαήμερο κάθε μήνα για όλη την περίοδο των μετρήσεων.

Τα στοιχεία που προκύπτουν, μεταξύ των οποίων και μετεωρολογικά στοιχεία και συνθήκες που επικρατούν κατά την έξοδο, τροφοδοτούν μια βάση δεδομένων και αποκαλύπτουν την περίοδο με την μεγαλύτερη εμφάνιση πουλιών με βάση την οποία θα προσδιοριστεί η περίοδος της μετανάστευσής τους.

Από   το   2005,   µε   την   επιστημονική   καθοδήγηση   του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και σε συνεργασία µε το Μεσογειακό Ινστιτούτο  Διατήρησης της Θηραματικής και Άγριας Πανίδας (IMPCF) και το Ίδρυµα των Μεταναστευτικών Πτηνών της Δυτικής Παλαιαρκτικής (OMPO), ξεκίνησε ένα από τα μεγαλύτερα και πληρέστερα προγράµµατα στην Ευρώπη.

Ο στόχος του Προγράμματος είναι να προσδιοριστεί ο χρόνος μετανάστευσης των πουλιών, που διαχειμάζουν ή σταθμεύουν στη χώρα µας, από και προς τις περιοχές αναπαραγωγής τους, καθώς και οι παράγοντες που επιδρούν σ’ αυτήν. Η γνώση της περιόδου μετανάστευσης, αποτελεί σήµερα προϋπόθεση για τον καθορισµό της κυνηγετικής περιόδου.

Αποτελεί ένα τεράστιας σημασίας πρόγραμμα το οποίο παρακολουθεί και καταγράφει τα μεταναστευτικά πουλιά από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη και από τη Μυτιλήνη μέχρι τον Αμβρακικό.

Είναι ένα ερευνητικό πρόγραμμα το οποίο υλοποιείται σε 3 άξονες, και μελετάει τη φαινολογία της μετανάστευσης: (i) των υδρόβιων και παρυδάτιων πτηνών, (ii) της μπεκάτσας, (iii) και των κιχλίδων (τσίχλες και κότσυφας)
Ο όρος «φαινολογία» αναφέρεται στην επιστήμη της εμφάνισης ή αλλιώς της παρουσίασης συγκεκριμένων γεγονότων. Πιο συγκεκριμένα η φαινολογία είναι η μελέτη η οποία καταγράφει τις χρονικές στιγμές της παρουσίασης των κυκλικών επαναλαμβανόμενων γεγονότων στη ζωή κάθε έμβιου οργανισμού.

Κατά συνέπεια, μελέτες φαινολογίας πραγματοποιούνται τόσο στα φυτά όσο και στα ζώα. Στα φυτά για παράδειγμα αφορούν τις χρονικές στιγμές εμφάνισης των πρώτων φύλλων, των πρώτων λουλουδιών, των τελευταίων λουλουδιών, των πρώτων φρούτων, της διασποράς των σπόρων, την αλλαγή χρώματος των φύλλων και άλλα. Στα ζώα η μελέτη της φαινολογίας αφορά τις χρονικές στιγμές της ζωής τους στις οποίες ζευγαρώνουν, κυοφορούν, γεννάνε, μεγαλώνουν τα μικρά τους, πέφτουν σε χειμερία νάρκη, ρίχνουν το φτέρωμά τους (πτερόρροια), και μεταξύ άλλων και το πολύ σημαντικό φαινόμενο της μετανάστευσης ειδικά για τα πτηνά.   

Για τα μεταναστευτικά πτηνά, ο χρόνος άφιξης στις περιοχές διαχείμασης, η διάρκεια διαχείμασης, ό χρόνος έναρξης της μετανάστευσης προς τις θέσεις φωλεοποίησης, ο χρόνος άφιξης στις περιοχές αναπαραγωγής, η καταμέτρηση του αριθμού των ατόμων του κάθε είδους και η καταγραφή των περιβαλλοντικών παραμέτρων σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις αποτελούν μερικούς από τους παράγοντες κλειδιά για την κατανόηση της αναπαραγωγικής επιτυχίας, της επιβίωσης και της ευρωστίας των πληθυσμών τους.

Η συνδυαστική μελέτη όλων των παραπάνω γεγονότων συνθέτουν στο σύνολό τους την εικόνα της φαινολογίας της μετανάστευσης των πτηνών στο σύγχρονο κόσμο. Ειδικά την τελευταία δεκαετία, όπου η κλιματική αλλαγή έχει επιφέρει αλλαγές σε αρκετά σημεία της φαινολογίας της μετανάστευσης των πτηνών  όπως έχουν καταγραφεί από κορυφαίους επιστήμονες σε αρκετές επιστημονικές εργασίες, η ανάγκη της λεπτομερούς καταγραφής της φαινολογίας της μετανάστευσης των πτηνών είναι επιτακτική για την κατανόηση αυτού του πολύπλοκου φαινομένου, αλλά και για την πρόταση σωστών και ορθών διαχειριστικών μέτρων στην κάθε περίπτωση.